προστύχῃ

προστύχῃ
προστυγχάνω
obtain one's share of
aor subj mp 2nd sg
προστυγχάνω
obtain one's share of
aor subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγριογουρούνα — η 1. θηλυκός αγριόχοιρος* 2. (υβριστικά για γυναίκες) πρόστυχη, σκρόφα …   Dictionary of Greek

  • πατσαβούρα — η και πατσαβούρι, το 1. ράκος, ευτελές ύφασμα που χρησιμοποιείται συνήθως για καθαρισμό 2. (κατ* επέκτ.) ρυπαρό ράκος, βρόμικο κουρέλι 3. μτφ. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας), άσεμνη, πρόστυχη, ανήθικη, άξια περιφρόνησης 4. μτφ. (για… …   Dictionary of Greek

  • προστυχιά — η, Ν [πρόστυχος] 1. χυδαιότητα, ευτέλεια, χαμέρπεια 2. πρόστυχη πράξη («δεν μπορώ να ανεχθώ τις προστυχιές») …   Dictionary of Greek

  • προστυχοδουλειά — η, Ν 1. δουλειά κακής ποιότητας 2. πρόστυχη πράξη, προστυχιά …   Dictionary of Greek

  • πρόστυχος — η, ο, Ν 1. (για πρόσωπο ή πράξη) χυδαίος, τιποτένιος, χαμερπής («πρόστυχο φέρσιμο») 2. (για εμπόρευμα) κακής ποιότητας, ευτελής 3. το θηλ. ως ουσ. η πρόστυχη πόρνη, πουτάνα. επίρρ... πρόστυχα Ν κατά τρόπο πρόστυχο («μιλάει πρόστυχα»). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • χυδαιολογία — η, ΝΜ νεοελλ. χυδαίος λόγος, πρόστυχη έκφραση μσν. 1. χυδαία, κακή, τετριμμένη γλώσσα («πρὸς τὴν πεπατημένην κατενηνεγμένοι χυδαιολογίαν», Φώτ.) 2. μάταιη, ανόητη συζήτηση («τῇ τῶν Ἀρειανῶν χυδαιολογίᾳ», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαῖος + λογία*] …   Dictionary of Greek

  • Φορντ — (Ford). Επώνυμο Άγγλων συγγραφέων. 1. Τζον (1586 – 1640). Δραματικός συγγραφέας. Έγραψε πολλές τραγωδίες, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι η έντονη τραγικότητά τους. Οι κυριότερες από αυτές τιτλοφορούνται: Η μελαγχολία του εραστή (1628),… …   Dictionary of Greek

  • καριόλα — η (λ. ιταλ.) 1. ξύλινο κρεβάτι. 2. μτφ., γυναίκα πρόστυχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προστυχιά — η 1. η ιδιότητα του πρόστυχου, η χυδαιότητα, η ευτέλεια, η κακή ποιότητα. 2. πρόστυχη, ανήθικη πράξη: Αυτό που έκανες είναι προστυχιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προστυχοδουλειά — η κακής ποιότητας εργασία, πρόστυχη πράξη, προστυχιά: Μου έκανε προστυχοδουλειά στα έπιπλα. – Καταγίνεται με προστυχοδουλειές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”